- καννωτός
- καννωτός, von Rohr gemacht
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καννωτός — καννωτός, ή, όν (Α) [κάννη] κατασκευασμένος από καλάμι … Dictionary of Greek
κάννα — και κάννη, η (AM κάννα και κάννη) νεοελλ. 1. (συνηθέστ. στον τ. κάννη) ο χαλύβδινος σωλήνας τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα 2. βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια καννίδες μσν. μέτρο ύψους… … Dictionary of Greek